- φαρμακευσις
- φαρμάκευσις-εως ἥ Plat. = φαρμακεία 2 и 3
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαρμάκευσις — εύσεως, ἡ, Α [φαρμακεύω] παροχή φαρμάκου, φαρμακεία … Dictionary of Greek
φαρμακεύσει — φαρμάκευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) φαρμακεύσεϊ , φαρμάκευσις fem dat sg (epic) φαρμάκευσις fem dat sg (attic ionic) φαρμακεύω administer a drug aor subj act 3rd sg (epic) φαρμακεύω administer a drug fut ind mid 2nd sg φαρμακεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεύσεις — φαρμάκευσις fem nom/voc pl (attic epic) φαρμάκευσις fem nom/acc pl (attic) φαρμακεύω administer a drug aor subj act 2nd sg (epic) φαρμακεύω administer a drug fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευσίων — φαρμάκευσις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) φαρμακεύω administer a drug fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεύσεσιν — φαρμάκευσις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεύσιος — φαρμάκευσις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεύσῃ — φαρμακεύσηι , φαρμάκευσις fem dat sg (epic) φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres part act fem dat sg (epic ionic) φαρμακεύω administer a drug aor subj mid 2nd sg φαρμακεύω administer a drug aor subj act 3rd sg φαρμακεύω administer a drug … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)